Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Οδοιπορικο στα μοναστηρια των Αγραφων

Ξεχωριστή θέση στην ενδιαφέρουσα ομάδα των θεσσαλικών μοναστηριών, καταλαμβάνουν τα μοναστήρια των Αγράφων, λόγω του πλήθους, της πρώιμης χρονολογίας τους και της ιδιαίτερης πνευματικής και καλλιτεχνικής ακτινοβολίας τους. Διεσπαρμένα στον ενιαίο άλλοτε χώρο των Αγράφων, που χωρίστηκε μετά το 1830 σε Θεσσαλικά (Ν.Καρδίτσας) και Ευρυτανικά, παρουσιάζουν ιδιαίτερη πυκνότητα στις περιοχές της Αργιθέας και του οροπεδίου της Νευρόπολης.

Τα παραπάνω επισημαίνει -μεταξύ άλλων- σε σχετική εργασία της η αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Σταυρούλα Σδρόλια, επιχειρώντας να παρουσιάσει τα ιδιαίτερα μορφολογικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά τους, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από αντίστοιχες ομάδες γειτονικών περιοχών.
Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία για τα μοναστήρια της περιοχής εντοπίζονται -σύμφωνα με τη σχετική μελέτη- στον 13° αιώνα, εποχή κατά την οποία η Δυτική Θεσσαλία βγαίνει από την αφάνεια και έρχεται στο προσκήνιο, λόγω της γειτνίασής της με το Δεσποτάτο της Ηπείρου και της σημασίας που αποκτά η οδός Τρικάλων - Άρτας. Τότε, ιδρύεται η μονή Λυκουσάδας, κάτω από το Φανάρι (πριν το 1289), η οποία απετέλεσε για έναν αιώνα, μαζί με την Πόρτα Παναγιά, το μεγαλύτερο κέντρο της Δυτικής Θεσσαλίας.
Από αυτήν, σώζονται, σήμερα, μόνον μερικά ανάγλυφα και λίγα χειρόγραφα. Την ίδια εποχή, τοποθετείται και ο ναός του Αγίου Ιωάννη στο Παλιούρι, πιθανόν καθολικό μονής, για το οποίο δεν σώθηκαν ιστορικά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για βυζαντινό παρελθόν σε πολλά άλλα μοναστήρια των Αγράφων.
Ύστερα από μια περίοδο ύφεσης, τον 15° αιώνα, ως απόρροια της αναστάτωσης από την Οθωμανική κατάκτηση ξεκινά, τον 16" αιώνα, μια εποχή επανίδρυσης και ανακαίνισης των μοναστηριών σε όλη τη Θεσσαλία, με αφετηρίες τα Μετέωρα και τη μονή Δουσίκου, επισημαίνει η αρχαιολόγος. Και προσθέτει: "Ιδίως η τελευταία, που βρίσκεται στις παρυφές του χώρου των Αγράφων, με την ιδιαίτερη δύναμη και τη φήμη που απέκτησε, λόγω του κύρους του ιδρυτή της, Αγίου Βησσαρίωνα, έδωσε το έναυσμα για την ίδρυση δεκάδων μονών στο χώρο των Αγράφων, οι περισσότερες από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα". Το έντονο ανακαινιστικό φαινόμενο, το οποίο απλώνεται την εποχή αυτή σε όλη τη Βαλκανική, απαντάται στα Άγραφα με ιδιαίτερη πυκνότητα στο δεύτερο μισό του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα και συνδέεται με την αυτοδιοίκηση που είχε παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς, όπως και σε άλλες ορεινές περιοχές.
Πρώτες ιδρύονται, λίγο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, οι μεγάλες μονές Κορώνας, Πέτρας και Ρεντίνας -καθώς και η μονή Τατάρνας Ευρυτανίας- και συγχρόνως ή λίγο αργότερα αρκετές άλλες, που τις αναφέρουμε κατά περιοχές. Στην περιοχή της Νεβρόπολης συναντάμε τις μονές Μούχας, Πελεκητής, Πεζούλας, Φυλακτής, νοτιότερα, στις όχθες του Ταυρωπού τις μονές Σπινάσας και Σάικας, ενώ στην περιοχή των στενών του Μουζακίου τη μονή Αγίου Γεωργίου.
Ψηλότερα, στην Αργιθέα, ιδρύονται οι μονές Οξυάς, Μεσοβουνίου, Βλασίου, Σπηλιάς, Πετροχωρίου, Βραγγιανών, Ανθηρού, Τριζόλου (Καρυάς) και Φουντωτού (οι δύο τελευταίες δεν σώζονται). Λίγα παραδείγματα ίδρυσης μονών σημειώνονται στον 18° αιώνα, στις μονές Δρακότρυπας, Δροσάτου και Κώστη και ακόμη λιγότερα στον 19" αιώνα, από τον οποίο μας είναι γνωστά μόνον δύο παραδείγματα, οι μονές Πετρίλου και Μορφοβουνίου, επισημαίνει η κ. Σδρόλια.
Αρχιτεκτονικά, τα καθολικά των μοναστηριών των Αγράφων ακολουθούν τον τρίκογχο ασωνίτικο τύπο, που διαδίδεται την εποχή αυτή σε όλη την Ελλάδα, μέσω του Αγίου Όρους. Στις παλιότερες μονές Κορώνας, Ρεντίνας και Πέτρας, αλλά και αργότερα στη μονή Δρακότρυπας, εντοπίζεται ο μεγαλοπρεπής τύπος του τετρα-κιόνιου αδωνίτικου με τρούλλο, όπως στη μονή Δουσίκου, που επιζεί μέχρι τον 19ου αιώνα στη μονή Μορφοβουνίου. Στην πλειοψηφία των άλλων μονών διαδίδεται μια τοπική παραλλαγή του συνεπτυγμένου αδωνίτικου, χωρίς εσωτερικούς κίονες, που σε πολλά παραδείγματα καλύπτεται με χαμηλό δόλο σκαφοειδούς μορφής. Ο τύπος αυτός, που ονομάστηκε -σύμφωνα με την αρχαιολόγο- από παλιότερους μελετητές τύπος των μονών της Πίνδου ή τύπος Καραϊσκάκη, είναι από τα σημαντικότερα παραδείγματα των Αγράφων και ανταποκρίνεται στις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των μικρότερων μονών. Προσφέρει, ωστόσο, πλούσιες θολωτές επιφάνειες για την ανάπτυξη του εικονογραφικού προγράμματος, το οποίο δημιουργήθηκε για τους αθωνίτικους ναούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τύπου αποτελεί επίσης το καθολικό της μονής Φυλακτής, ένα από τα παλιότερα των Αγράφων, καθώς και εκείνα των μονών Βλασίου, Οξυάς, Πετροχωρίου και Ανθηρού. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο, με την άνθιση των μοναστηριών, στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, συμβαδίζει και η ανάπτυξη της παιδείας στα Άγραφα, με αποκορύφωμα την ίδρυση ανώτερης σχολής στη μονή Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών από τον φημισμένο λόγιο Ευγένιο Γιαννούλη το 1661.
Γύρω από τις μονές που προαναφέρθηκαν, κινήθηκε ένας ολόκληρος καλλιτεχνικός κόσμος από ζωγράφους, ξυλόγλυπτες, αργυροχόους και άλλους καλλιτέχνες, που εργάζονταν για τη διακόσμησή τους, με πρότυπα που δημιουργούσαν από κοινού με τους μεγάλους δασκάλους και τους φωτισμένους ηγουμένους των μονών.

Το Αγραφιώτικο καλλιτεχνικό ιδίωμα

Από τις ποικίλες εκφάνσεις της τέχνης της περιοχής, η αρχαιολόγος προβαίνει στη μελέτη της σε ορισμένες παρατηρήσεις για τη ζωγραφική, κυρίως την εντοίχια, και αναφέρεται σε κάποιες περιπτώσεις ζωγράφων, που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού που θεωρήθηκε Αγραφιώτικο καλλιτεχνικό ιδίωμα. Πέραν των ζωγράφων των μεγάλων μονών Κορώνας και Πέτρας, που αντιπροσωπεύουν την κρητική σχολή ζωγραφικής και υπήρξαν σημαντικές φυσιογνωμίες στο χώρο τους, ξεχωρίζουν τρεις ομάδες καλλιτεχνών. Αναφέρει πρώτους τους δύο Ιωάννηδες και τους ζωγράφους που τους ακολουθούν, οι οποίοι, εμπνεόμενοι και αυτοί από την Κρητική σχολή, ιδίως από τη ζωγραφική της μονής Πέτρας, δημιουργούν συνδέσεις προσαρμοσμένες στην τοπική συνεπτυγμένη παραλλαγή του αθωνίτικου τύπου, με σφιχτοδεμένο πρόγραμμα, αγάπη για την κίνηση και τη διακοσμητικότητα και τάση προς την πολυτέλεια. Το καλύτερο δείγμα αυτής της ομάδας βρίσκεται στη ζωγραφική της μονής Βλασίου, την οποία χρηματοδότησε το 1644 η οικογένεια Σλουτζιάρογλου, με καταγωγή από το ίδιο χωριό, που απέκτησε περιουσία και αξιώματα στην Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η αρχοντική αυτή οικογένεια είναι η μόνη από τις οικογένειες κτητόρων των Αγραφιώτικων μονών, για την οποία διατηρήθηκαν ιστορικά στοιχεία. Αντιπροσωπεύει τη μεγάλη ομάδα κτητόρων που εικονίσθηκαν στις τοιχογραφίες της εποχής με αρχοντικά ενδύματα, αποτυπώνοντας την αίγλη με την οποία τούς περιέβαλε η τοπική κοινωνία. Το φαινόμενο αυτό, αποτελεί -σύμφωνα με την αρχαολόγο- άλλο ένα ιδιαίτερο γνώρισμα του Αγραφιώτικου χώρου, αφού στις τοιχογραφίες της περιοχής εικονίσθηκαν 10 κτήτορες- άρχοντες, αριθμός συντριπτικά μεγαλύτερος από εκείνον άλλων ελληνικών περιοχών.
Μια δεύτερη ομάδα καλλιτεχνών, που εργάσθηκαν στις μονές των Αγράφων, συγκροτούν τα περιοδεύοντα συνεργεία που καταφθάνουν κυρίως από βορειότερες περιοχές και διακοσμούν μεμονωμένα μνημεία χωρίς σύνδεση με τις παλιότερες παραδόσεις του χώρου. Οι ζωγράφοι αυτοί αναπτύσσουν πολλές φορές ενδιαφέροντα σύνολα, όπως στις μονές Σπηλιάς, Βραγγιανών, Φυλακτής και Πετροχωρίου, χωρίς να αφήσουν συνέχεια.
Μια τρίτη ομάδα συγκροτούν ο ζωγράφος Ιωάννης της μονής Ρεντίνας (1662) και οι συνεργάτες του. Η ομάδα αυτή, η οποία έδρασε κυρίως στην περιοχή του Αλμυρού και της Ρεντίνας, επηρεάσθηκε, σε σημαντικό βαθμό, από την καλλιτεχνική φυσιογνωμία του μεγάλου ζωγράφου του 16ου αι. Φράγκου Κατελάνου και προσπάθησε να μεταφέρει τον πλούσιο στολισμό των ενδυμάτων και τη λάμψη του χρώματος εκείνης της ζωγραφικής, σε συνδυασμό με τα καλύτερα εικονογραφικά επιτεύγματα της Κρητικής σχολής.
Από τις τρεις κατηγορίες, ιδιαίτερη σημασία για τον χώρο των Αγράφων κατέχει το συνεργείο των δύο Ιωάννηδων, που απαντάται σε μια σειρά μνημείων μετά τη μονή Βλασίου και επηρεάζει και ζωγράφους του 18ου αιώνα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτού του συνεργείου αποτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό τοιχογραφιών και εικόνων της περιοχής, τις περισσότερες από τις οποίες υπογράφει ο Ιωάννης ο "ευτελής", και αποτελεί τη βάση της σχετικής καλλιτεχνικής ομοιογένειας που παρατηρείται, αλλά και της φήμης των Αγραφιωτών ζωγράφων, που εξαπλώθηκε μέχρι τη μακρινή Ρωσία. Στα ίδια μοναστήρια, σύμφωνα με την κ. Σδρόλια, συναντά κανείς αξιόλογα ξυλόγλυπτα τέμπλα, στα οποία επίσης παρατηρούνται κοινά χαρακτηριστικά, με αφετηρία το τέμπλο της μονής Πέτρας του 1608. Τα σπουδαιότερα κειμήλια των παραπάνω μοναστηριών φυλάσσονται στο Μουσείο της Μητρόπολης Καρδίτσας, καθώς και στα εκκλησιαστικά μουσεία του Ανθηρού και της Ρεντίνας. Τον 18° αιώνα, στην περιοχή, συνεχίζουν να κινούνται αξιόλογα καλλιτεχνικά συνεργεία, μέρος των οποίων συνεχίζει τις παλιότερες παραδόσεις, ενώ ξεχωρίζει το έργο του ζωγράφου Θεοδώρου από την Αγιά και του κύκλου του.
Τέλος, στο 19° αιώνα, λιγοστεύουν σημαντικά οι διακοσμήσεις στον ορεινό χώρο των Αγράφων, λόγω της αναστάτωσης που προκαλούν η ληστεία και οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις. Την εποχή αυτή κυριαρχούν οι περιοδεύοντες Σαμαριναίοι ζωγράφοι, οι οποίοι διακοσμούν κυρίως εκκλησίες του κάμπου.
Τα μοναστήρια ερημώνουν σταδιακά μετά την απελευθέρωση (1881) και επιτείνεται η φθορά και η αρπαγή των θησαυρών τους, καταλήγει η αρχαιολόγος της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.